ανακαμψίπνοος

ανακαμψίπνοος
ἀνακαμψίπνοος (ἄνεμος), ο (Α)
είδος ανεμοστρόβιλου, άνεμος που, ενώ πνέει προς μία κατεύθυνση, γυρίζει και πνέει αντίθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάκαμψις + -πνοος < πνέω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανάκαμψη — η (Α ἀνάκαμψις) 1. κάμψη, στροφή, λύγισμα προς τα πίσω ή προς τα επάνω νεοελλ. 1. επιστροφή, επάνοδος 2. παράκαμψη 3. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία ο γυμναζόμενος κάμπτει τους βραχίονες προς τα πλάγια και τοποθετεί τις παλάμες στον αυχένα… …   Dictionary of Greek

  • ԹԻՒՐԱՇՈՒՆՉ — ( ) NBH 1 0813 Chronological Sequence: 6c ա. ἁνακαμψίπνοος reflexos flatus habens Թիւր շնչօղ պտուտկելով. ... *Ի հողմոցն ոմանք ուղղաշունչք են ... եւ ոմանք թիւրաշունչք, որպէս կեկիաս. Արիստ. աշխ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”